εργαστρίς

εργαστρίς
η
βλ. εργαστήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐργαστρίδες — ἐργαστρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργαστήρ — ἐργαστήρ, ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, ίδος (Α) [εργάζομαι] 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”